Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμίπτωτος
ἡμιπύργιον
ἡμίπυρος
ἡμιπύρωτος
ἡμιρενής
ἡμιρόδιον
ἡμιρραγής
ἡμιρρήνιον
ἡμιρρομβιαῖος
ἡμιρρόπως
ἡμίρρυπος
ἡμισάκιον
ἡμισάκις
ἡμισάλευτος
ἡμισαπής
ἡμίσεια
ἡμισειάζω
ἡμισελήνιον
ἡμισεύελπις
ἡμίσευμα
ἡμισεύω
View word page
ἡμίρρυπος
half-dirty

ShortDef

half-dirty

Debugging

Headword:
ἡμίρρυπος
Headword (normalized):
ἡμίρρυπος
Headword (normalized/stripped):
ημιρρυπος
IDX:
39999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40000
Key:

Data

{'content': 'half-dirty'}