Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμίπους
ἡμίπτωτος
ἡμιπύργιον
ἡμίπυρος
ἡμιπύρωτος
ἡμιρενής
ἡμιρόδιον
ἡμιρραγής
ἡμιρρήνιον
ἡμιρρομβιαῖος
ἡμιρρόπως
ἡμίρρυπος
ἡμισάκιον
ἡμισάκις
ἡμισάλευτος
ἡμισαπής
ἡμίσεια
ἡμισειάζω
ἡμισελήνιον
ἡμισεύελπις
ἡμίσευμα
View word page
ἡμιρρόπως
half turning the scale

ShortDef

half turning the scale

Debugging

Headword:
ἡμιρρόπως
Headword (normalized):
ἡμιρρόπως
Headword (normalized/stripped):
ημιρροπως
IDX:
39998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39999
Key:

Data

{'content': 'half turning the scale'}