Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιπόνηρος
ἡμίπους
ἡμίπτωτος
ἡμιπύργιον
ἡμίπυρος
ἡμιπύρωτος
ἡμιρενής
ἡμιρόδιον
ἡμιρραγής
ἡμιρρήνιον
ἡμιρρομβιαῖος
ἡμιρρόπως
ἡμίρρυπος
ἡμισάκιον
ἡμισάκις
ἡμισάλευτος
ἡμισαπής
ἡμίσεια
ἡμισειάζω
ἡμισελήνιον
ἡμισεύελπις
View word page
ἡμιρρομβιαῖος
like a ἡμιρρόμβιον

ShortDef

like a ἡμιρρόμβιον

Debugging

Headword:
ἡμιρρομβιαῖος
Headword (normalized):
ἡμιρρομβιαῖος
Headword (normalized/stripped):
ημιρρομβιαιος
IDX:
39997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39998
Key:

Data

{'content': 'like a ἡμιρρόμβιον'}