Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμίπολον
ἡμιπόνηρος
ἡμίπους
ἡμίπτωτος
ἡμιπύργιον
ἡμίπυρος
ἡμιπύρωτος
ἡμιρενής
ἡμιρόδιον
ἡμιρραγής
ἡμιρρήνιον
ἡμιρρομβιαῖος
ἡμιρρόπως
ἡμίρρυπος
ἡμισάκιον
ἡμισάκις
ἡμισάλευτος
ἡμισαπής
ἡμίσεια
ἡμισειάζω
ἡμισελήνιον
View word page
ἡμιρρήνιον
half-grown sheep

ShortDef

half-grown sheep

Debugging

Headword:
ἡμιρρήνιον
Headword (normalized):
ἡμιρρήνιον
Headword (normalized/stripped):
ημιρρηνιον
IDX:
39996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39997
Key:

Data

{'content': 'half-grown sheep'}