Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιπόδιον
ἡμιποίητος
ἡμίπολον
ἡμιπόνηρος
ἡμίπους
ἡμίπτωτος
ἡμιπύργιον
ἡμίπυρος
ἡμιπύρωτος
ἡμιρενής
ἡμιρόδιον
ἡμιρραγής
ἡμιρρήνιον
ἡμιρρομβιαῖος
ἡμιρρόπως
ἡμίρρυπος
ἡμισάκιον
ἡμισάκις
ἡμισάλευτος
ἡμισαπής
ἡμίσεια
View word page
ἡμιρόδιον
half a ῥοδία

ShortDef

half a ῥοδία

Debugging

Headword:
ἡμιρόδιον
Headword (normalized):
ἡμιρόδιον
Headword (normalized/stripped):
ημιροδιον
IDX:
39994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39995
Key:

Data

{'content': 'half a ῥοδία'}