Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμιπλήρωτος
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνικτος
ἡμίπνοος
ἡμιποδιαῖος
ἡμιπόδιον
ἡμιποίητος
ἡμίπολον
ἡμιπόνηρος
ἡμίπους
ἡμίπτωτος
ἡμιπύργιον
ἡμίπυρος
ἡμιπύρωτος
ἡμιρενής
ἡμιρόδιον
ἡμιρραγής
ἡμιρρήνιον
ἡμιρρομβιαῖος
ἡμιρρόπως
ἡμίρρυπος
View word page
ἡμίπτωτος
half-fallen
ShortDef
half-fallen
Debugging
Headword:
ἡμίπτωτος
Headword (normalized):
ἡμίπτωτος
Headword (normalized/stripped):
ημιπτωτος
IDX:
39989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39990
Key:
Data
{'content': 'half-fallen'}