Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμίπλεκτος
ἡμιπλέως
ἡμιπληγής
ἡμιπληγία
ἡμιπλήξ
ἡμιπλήρης
ἡμιπλήρωτος
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνικτος
ἡμίπνοος
ἡμιποδιαῖος
ἡμιπόδιον
ἡμιποίητος
ἡμίπολον
ἡμιπόνηρος
ἡμίπους
ἡμίπτωτος
ἡμιπύργιον
ἡμίπυρος
ἡμιπύρωτος
ἡμιρενής
View word page
ἡμιποδιαῖος
half a foot broad

ShortDef

half a foot broad

Debugging

Headword:
ἡμιποδιαῖος
Headword (normalized):
ἡμιποδιαῖος
Headword (normalized/stripped):
ημιποδιαιος
IDX:
39983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39984
Key:

Data

{'content': 'half a foot broad'}