Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμίπηχυς
ἡμίπλεθρον
ἡμίπλεκτος
ἡμιπλέως
ἡμιπληγής
ἡμιπληγία
ἡμιπλήξ
ἡμιπλήρης
ἡμιπλήρωτος
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνικτος
ἡμίπνοος
ἡμιποδιαῖος
ἡμιπόδιον
ἡμιποίητος
ἡμίπολον
ἡμιπόνηρος
ἡμίπους
ἡμίπτωτος
ἡμιπύργιον
ἡμίπυρος
View word page
ἡμίπνικτος
half-choked

ShortDef

half-choked

Debugging

Headword:
ἡμίπνικτος
Headword (normalized):
ἡμίπνικτος
Headword (normalized/stripped):
ημιπνικτος
IDX:
39981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39982
Key:

Data

{'content': 'half-choked'}