Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιπηχυαῖος
ἡμίπηχυς
ἡμίπλεθρον
ἡμίπλεκτος
ἡμιπλέως
ἡμιπληγής
ἡμιπληγία
ἡμιπλήξ
ἡμιπλήρης
ἡμιπλήρωτος
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνικτος
ἡμίπνοος
ἡμιποδιαῖος
ἡμιπόδιον
ἡμιποίητος
ἡμίπολον
ἡμιπόνηρος
ἡμίπους
ἡμίπτωτος
ἡμιπύργιον
View word page
ἡμιπλίνθιον
a half-plinth, a brick

ShortDef

a half-plinth, a brick

Debugging

Headword:
ἡμιπλίνθιον
Headword (normalized):
ἡμιπλίνθιον
Headword (normalized/stripped):
ημιπλινθιον
IDX:
39980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39981
Key:

Data

{'content': 'a half-plinth, a brick'}