Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιπέπων
ἡμιπέρσης
ἡμιπήχειον
ἡμιπηχυαῖος
ἡμίπηχυς
ἡμίπλεθρον
ἡμίπλεκτος
ἡμιπλέως
ἡμιπληγής
ἡμιπληγία
ἡμιπλήξ
ἡμιπλήρης
ἡμιπλήρωτος
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνικτος
ἡμίπνοος
ἡμιποδιαῖος
ἡμιπόδιον
ἡμιποίητος
ἡμίπολον
ἡμιπόνηρος
View word page
ἡμιπλήξ
half-felled

ShortDef

half-felled

Debugging

Headword:
ἡμιπλήξ
Headword (normalized):
ἡμιπλήξ
Headword (normalized/stripped):
ημιπληξ
IDX:
39977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39978
Key:

Data

{'content': 'half-felled'}