Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμίπεπτος
ἡμιπέπων
ἡμιπέρσης
ἡμιπήχειον
ἡμιπηχυαῖος
ἡμίπηχυς
ἡμίπλεθρον
ἡμίπλεκτος
ἡμιπλέως
ἡμιπληγής
ἡμιπληγία
ἡμιπλήξ
ἡμιπλήρης
ἡμιπλήρωτος
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνικτος
ἡμίπνοος
ἡμιποδιαῖος
ἡμιπόδιον
ἡμιποίητος
ἡμίπολον
View word page
ἡμιπληγία
paralysis
ShortDef
paralysis
Debugging
Headword:
ἡμιπληγία
Headword (normalized):
ἡμιπληγία
Headword (normalized/stripped):
ημιπληγια
IDX:
39976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39977
Key:
Data
{'content': 'paralysis'}