Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμιπέπειρος
ἡμίπεπτος
ἡμιπέπων
ἡμιπέρσης
ἡμιπήχειον
ἡμιπηχυαῖος
ἡμίπηχυς
ἡμίπλεθρον
ἡμίπλεκτος
ἡμιπλέως
ἡμιπληγής
ἡμιπληγία
ἡμιπλήξ
ἡμιπλήρης
ἡμιπλήρωτος
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνικτος
ἡμίπνοος
ἡμιποδιαῖος
ἡμιπόδιον
ἡμιποίητος
View word page
ἡμιπληγής
half-struck
ShortDef
half-struck
Debugging
Headword:
ἡμιπληγής
Headword (normalized):
ἡμιπληγής
Headword (normalized/stripped):
ημιπληγης
IDX:
39975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39976
Key:
Data
{'content': 'half-struck'}