Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμιπέλεκκον
ἡμιπέπειρος
ἡμίπεπτος
ἡμιπέπων
ἡμιπέρσης
ἡμιπήχειον
ἡμιπηχυαῖος
ἡμίπηχυς
ἡμίπλεθρον
ἡμίπλεκτος
ἡμιπλέως
ἡμιπληγής
ἡμιπληγία
ἡμιπλήξ
ἡμιπλήρης
ἡμιπλήρωτος
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνικτος
ἡμίπνοος
ἡμιποδιαῖος
ἡμιπόδιον
View word page
ἡμιπλέως
half-full
ShortDef
half-full
Debugging
Headword:
ἡμιπλέως
Headword (normalized):
ἡμιπλέως
Headword (normalized/stripped):
ημιπλεως
IDX:
39974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39975
Key:
Data
{'content': 'half-full'}