Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμιπαγής
ἡμιπαθής
ἡμιπέλεκκον
ἡμιπέπειρος
ἡμίπεπτος
ἡμιπέπων
ἡμιπέρσης
ἡμιπήχειον
ἡμιπηχυαῖος
ἡμίπηχυς
ἡμίπλεθρον
ἡμίπλεκτος
ἡμιπλέως
ἡμιπληγής
ἡμιπληγία
ἡμιπλήξ
ἡμιπλήρης
ἡμιπλήρωτος
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνικτος
ἡμίπνοος
View word page
ἡμίπλεθρον
a half-
ShortDef
a half-
Debugging
Headword:
ἡμίπλεθρον
Headword (normalized):
ἡμίπλεθρον
Headword (normalized/stripped):
ημιπλεθρον
IDX:
39972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39973
Key:
Data
{'content': 'a half-'}