Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμίοπλος
ἡμίοπος
ἡμίοπτος
ἡμιουγκιαῖος
ἡμιούγκιον
ἡμιπαγής
ἡμιπαθής
ἡμιπέλεκκον
ἡμιπέπειρος
ἡμίπεπτος
ἡμιπέπων
ἡμιπέρσης
ἡμιπήχειον
ἡμιπηχυαῖος
ἡμίπηχυς
ἡμίπλεθρον
ἡμίπλεκτος
ἡμιπλέως
ἡμιπληγής
ἡμιπληγία
ἡμιπλήξ
View word page
ἡμιπέπων
half-ripe

ShortDef

half-ripe

Debugging

Headword:
ἡμιπέπων
Headword (normalized):
ἡμιπέπων
Headword (normalized/stripped):
ημιπεπων
IDX:
39967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39968
Key:

Data

{'content': 'half-ripe'}