Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμίονος
ἡμίοπλος
ἡμίοπος
ἡμίοπτος
ἡμιουγκιαῖος
ἡμιούγκιον
ἡμιπαγής
ἡμιπαθής
ἡμιπέλεκκον
ἡμιπέπειρος
ἡμίπεπτος
ἡμιπέπων
ἡμιπέρσης
ἡμιπήχειον
ἡμιπηχυαῖος
ἡμίπηχυς
ἡμίπλεθρον
ἡμίπλεκτος
ἡμιπλέως
ἡμιπληγής
ἡμιπληγία
View word page
ἡμίπεπτος
half-cooked
ShortDef
half-cooked
Debugging
Headword:
ἡμίπεπτος
Headword (normalized):
ἡμίπεπτος
Headword (normalized/stripped):
ημιπεπτος
IDX:
39966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39967
Key:
Data
{'content': 'half-cooked'}