Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιονίτης
ἡμιονῖτις
ἡμιονόκουρος
ἡμίονος
ἡμίοπλος
ἡμίοπος
ἡμίοπτος
ἡμιουγκιαῖος
ἡμιούγκιον
ἡμιπαγής
ἡμιπαθής
ἡμιπέλεκκον
ἡμιπέπειρος
ἡμίπεπτος
ἡμιπέπων
ἡμιπέρσης
ἡμιπήχειον
ἡμιπηχυαῖος
ἡμίπηχυς
ἡμίπλεθρον
ἡμίπλεκτος
View word page
ἡμιπαθής
half-suffering

ShortDef

half-suffering

Debugging

Headword:
ἡμιπαθής
Headword (normalized):
ἡμιπαθής
Headword (normalized/stripped):
ημιπαθης
IDX:
39963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39964
Key:

Data

{'content': 'half-suffering'}