Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμιόνιον
ἡμιονίτης
ἡμιονῖτις
ἡμιονόκουρος
ἡμίονος
ἡμίοπλος
ἡμίοπος
ἡμίοπτος
ἡμιουγκιαῖος
ἡμιούγκιον
ἡμιπαγής
ἡμιπαθής
ἡμιπέλεκκον
ἡμιπέπειρος
ἡμίπεπτος
ἡμιπέπων
ἡμιπέρσης
ἡμιπήχειον
ἡμιπηχυαῖος
ἡμίπηχυς
ἡμίπλεθρον
View word page
ἡμιπαγής
half-congealed, half-hardened
ShortDef
half-congealed, half-hardened
Debugging
Headword:
ἡμιπαγής
Headword (normalized):
ἡμιπαγής
Headword (normalized/stripped):
ημιπαγης
IDX:
39962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39963
Key:
Data
{'content': 'half-congealed, half-hardened'}