Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιονικός
ἡμιόνιον
ἡμιονίτης
ἡμιονῖτις
ἡμιονόκουρος
ἡμίονος
ἡμίοπλος
ἡμίοπος
ἡμίοπτος
ἡμιουγκιαῖος
ἡμιούγκιον
ἡμιπαγής
ἡμιπαθής
ἡμιπέλεκκον
ἡμιπέπειρος
ἡμίπεπτος
ἡμιπέπων
ἡμιπέρσης
ἡμιπήχειον
ἡμιπηχυαῖος
ἡμίπηχυς
View word page
ἡμιούγκιον
half

ShortDef

half

Debugging

Headword:
ἡμιούγκιον
Headword (normalized):
ἡμιούγκιον
Headword (normalized/stripped):
ημιουγκιον
IDX:
39961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39962
Key:

Data

{'content': 'half'}