Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιόνειος
ἡμιονηγός
ἡμιονικός
ἡμιόνιον
ἡμιονίτης
ἡμιονῖτις
ἡμιονόκουρος
ἡμίονος
ἡμίοπλος
ἡμίοπος
ἡμίοπτος
ἡμιουγκιαῖος
ἡμιούγκιον
ἡμιπαγής
ἡμιπαθής
ἡμιπέλεκκον
ἡμιπέπειρος
ἡμίπεπτος
ἡμιπέπων
ἡμιπέρσης
ἡμιπήχειον
View word page
ἡμίοπτος
half-roasted

ShortDef

half-roasted

Debugging

Headword:
ἡμίοπτος
Headword (normalized):
ἡμίοπτος
Headword (normalized/stripped):
ημιοπτος
IDX:
39959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39960
Key:

Data

{'content': 'half-roasted'}