Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιονάγριον
ἡμιόνειος
ἡμιονηγός
ἡμιονικός
ἡμιόνιον
ἡμιονίτης
ἡμιονῖτις
ἡμιονόκουρος
ἡμίονος
ἡμίοπλος
ἡμίοπος
ἡμίοπτος
ἡμιουγκιαῖος
ἡμιούγκιον
ἡμιπαγής
ἡμιπαθής
ἡμιπέλεκκον
ἡμιπέπειρος
ἡμίπεπτος
ἡμιπέπων
ἡμιπέρσης
View word page
ἡμίοπος
with half its holes

ShortDef

with half its holes

Debugging

Headword:
ἡμίοπος
Headword (normalized):
ἡμίοπος
Headword (normalized/stripped):
ημιοπος
IDX:
39958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39959
Key:

Data

{'content': 'with half its holes'}