Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιόλκιον
ἡμιονάγριον
ἡμιόνειος
ἡμιονηγός
ἡμιονικός
ἡμιόνιον
ἡμιονίτης
ἡμιονῖτις
ἡμιονόκουρος
ἡμίονος
ἡμίοπλος
ἡμίοπος
ἡμίοπτος
ἡμιουγκιαῖος
ἡμιούγκιον
ἡμιπαγής
ἡμιπαθής
ἡμιπέλεκκον
ἡμιπέπειρος
ἡμίπεπτος
ἡμιπέπων
View word page
ἡμίοπλος
half-armed

ShortDef

half-armed

Debugging

Headword:
ἡμίοπλος
Headword (normalized):
ἡμίοπλος
Headword (normalized/stripped):
ημιοπλος
IDX:
39957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39958
Key:

Data

{'content': 'half-armed'}