Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμιολίζω
ἡμιόλιος
ἡμιόλκιον
ἡμιονάγριον
ἡμιόνειος
ἡμιονηγός
ἡμιονικός
ἡμιόνιον
ἡμιονίτης
ἡμιονῖτις
ἡμιονόκουρος
ἡμίονος
ἡμίοπλος
ἡμίοπος
ἡμίοπτος
ἡμιουγκιαῖος
ἡμιούγκιον
ἡμιπαγής
ἡμιπαθής
ἡμιπέλεκκον
ἡμιπέπειρος
View word page
ἡμιονόκουρος
mule-clipper
ShortDef
mule-clipper
Debugging
Headword:
ἡμιονόκουρος
Headword (normalized):
ἡμιονόκουρος
Headword (normalized/stripped):
ημιονοκουρος
IDX:
39955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39956
Key:
Data
{'content': 'mule-clipper'}