Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιόγδοον
ἡμιόδιον
ἡμιολιασμός
ἡμιολίζω
ἡμιόλιος
ἡμιόλκιον
ἡμιονάγριον
ἡμιόνειος
ἡμιονηγός
ἡμιονικός
ἡμιόνιον
ἡμιονίτης
ἡμιονῖτις
ἡμιονόκουρος
ἡμίονος
ἡμίοπλος
ἡμίοπος
ἡμίοπτος
ἡμιουγκιαῖος
ἡμιούγκιον
ἡμιπαγής
View word page
ἡμιόνιον
milt-wort, Asplenium Ceterach

ShortDef

milt-wort, Asplenium Ceterach

Debugging

Headword:
ἡμιόνιον
Headword (normalized):
ἡμιόνιον
Headword (normalized/stripped):
ημιονιον
IDX:
39952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39953
Key:

Data

{'content': 'milt-wort, Asplenium Ceterach'}