Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμιοβόλιον
ἡμιόγδοον
ἡμιόδιον
ἡμιολιασμός
ἡμιολίζω
ἡμιόλιος
ἡμιόλκιον
ἡμιονάγριον
ἡμιόνειος
ἡμιονηγός
ἡμιονικός
ἡμιόνιον
ἡμιονίτης
ἡμιονῖτις
ἡμιονόκουρος
ἡμίονος
ἡμίοπλος
ἡμίοπος
ἡμίοπτος
ἡμιουγκιαῖος
ἡμιούγκιον
View word page
ἡμιονικός
of a mule
ShortDef
of a mule
Debugging
Headword:
ἡμιονικός
Headword (normalized):
ἡμιονικός
Headword (normalized/stripped):
ημιονικος
IDX:
39951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39952
Key:
Data
{'content': 'of a mule'}