Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμίξηρος
ἡμιξύρητος
ἡμιοβόλιον
ἡμιόγδοον
ἡμιόδιον
ἡμιολιασμός
ἡμιολίζω
ἡμιόλιος
ἡμιόλκιον
ἡμιονάγριον
ἡμιόνειος
ἡμιονηγός
ἡμιονικός
ἡμιόνιον
ἡμιονίτης
ἡμιονῖτις
ἡμιονόκουρος
ἡμίονος
ἡμίοπλος
ἡμίοπος
ἡμίοπτος
View word page
ἡμιόνειος
of, belonging to a mule

ShortDef

of, belonging to a mule

Debugging

Headword:
ἡμιόνειος
Headword (normalized):
ἡμιόνειος
Headword (normalized/stripped):
ημιονειος
IDX:
39949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39950
Key:

Data

{'content': 'of, belonging to a mule'}