Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμίξεστον
ἡμίξηρος
ἡμιξύρητος
ἡμιοβόλιον
ἡμιόγδοον
ἡμιόδιον
ἡμιολιασμός
ἡμιολίζω
ἡμιόλιος
ἡμιόλκιον
ἡμιονάγριον
ἡμιόνειος
ἡμιονηγός
ἡμιονικός
ἡμιόνιον
ἡμιονίτης
ἡμιονῖτις
ἡμιονόκουρος
ἡμίονος
ἡμίοπλος
ἡμίοπος
View word page
ἡμιονάγριον
mule
ShortDef
mule
Debugging
Headword:
ἡμιονάγριον
Headword (normalized):
ἡμιονάγριον
Headword (normalized/stripped):
ημιοναγριον
IDX:
39948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39949
Key:
Data
{'content': 'mule'}