Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμίνα
ἡμίναυλον
ἡμίνηρος
ἡμίξεστον
ἡμίξηρος
ἡμιξύρητος
ἡμιοβόλιον
ἡμιόγδοον
ἡμιόδιον
ἡμιολιασμός
ἡμιολίζω
ἡμιόλιος
ἡμιόλκιον
ἡμιονάγριον
ἡμιόνειος
ἡμιονηγός
ἡμιονικός
ἡμιόνιον
ἡμιονίτης
ἡμιονῖτις
ἡμιονόκουρος
View word page
ἡμιολίζω
increase by one half

ShortDef

increase by one half

Debugging

Headword:
ἡμιολίζω
Headword (normalized):
ἡμιολίζω
Headword (normalized/stripped):
ημιολιζω
IDX:
39945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39946
Key:

Data

{'content': 'increase by one half'}