Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιμοίριον
ἡμιμόχθηρος
ἡμίνα
ἡμίναυλον
ἡμίνηρος
ἡμίξεστον
ἡμίξηρος
ἡμιξύρητος
ἡμιοβόλιον
ἡμιόγδοον
ἡμιόδιον
ἡμιολιασμός
ἡμιολίζω
ἡμιόλιος
ἡμιόλκιον
ἡμιονάγριον
ἡμιόνειος
ἡμιονηγός
ἡμιονικός
ἡμιόνιον
ἡμιονίτης
View word page
ἡμιόδιον
semita

ShortDef

semita

Debugging

Headword:
ἡμιόδιον
Headword (normalized):
ἡμιόδιον
Headword (normalized/stripped):
ημιοδιον
IDX:
39943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39944
Key:

Data

{'content': 'semita'}