Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμιμοιριαῖος
ἡμιμοίριον
ἡμιμόχθηρος
ἡμίνα
ἡμίναυλον
ἡμίνηρος
ἡμίξεστον
ἡμίξηρος
ἡμιξύρητος
ἡμιοβόλιον
ἡμιόγδοον
ἡμιόδιον
ἡμιολιασμός
ἡμιολίζω
ἡμιόλιος
ἡμιόλκιον
ἡμιονάγριον
ἡμιόνειος
ἡμιονηγός
ἡμιονικός
ἡμιόνιον
View word page
ἡμιόγδοον
two
ShortDef
two
Debugging
Headword:
ἡμιόγδοον
Headword (normalized):
ἡμιόγδοον
Headword (normalized/stripped):
ημιογδοον
IDX:
39942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39943
Key:
Data
{'content': 'two'}