Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμιμναῖον
ἡμιμόδιον
ἡμιμοιριαῖος
ἡμιμοίριον
ἡμιμόχθηρος
ἡμίνα
ἡμίναυλον
ἡμίνηρος
ἡμίξεστον
ἡμίξηρος
ἡμιξύρητος
ἡμιοβόλιον
ἡμιόγδοον
ἡμιόδιον
ἡμιολιασμός
ἡμιολίζω
ἡμιόλιος
ἡμιόλκιον
ἡμιονάγριον
ἡμιόνειος
ἡμιονηγός
View word page
ἡμιξύρητος
half-shorn
ShortDef
half-shorn
Debugging
Headword:
ἡμιξύρητος
Headword (normalized):
ἡμιξύρητος
Headword (normalized/stripped):
ημιξυρητος
IDX:
39940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39941
Key:
Data
{'content': 'half-shorn'}