Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιμηνιαῖος
ἡμίμιτρον
ἡμιμναῖον
ἡμιμόδιον
ἡμιμοιριαῖος
ἡμιμοίριον
ἡμιμόχθηρος
ἡμίνα
ἡμίναυλον
ἡμίνηρος
ἡμίξεστον
ἡμίξηρος
ἡμιξύρητος
ἡμιοβόλιον
ἡμιόγδοον
ἡμιόδιον
ἡμιολιασμός
ἡμιολίζω
ἡμιόλιος
ἡμιόλκιον
ἡμιονάγριον
View word page
ἡμίξεστον
half

ShortDef

half

Debugging

Headword:
ἡμίξεστον
Headword (normalized):
ἡμίξεστον
Headword (normalized/stripped):
ημιξεστον
IDX:
39938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39939
Key:

Data

{'content': 'half'}