Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμιλοχίτης
ἡμιμαθής
ἡμιμανής
ἡμιμάραντος
ἡμιμάσητος
ἡμιμέγιστον
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμεθής
ἡμιμείλιον
ἡμιμέριστος
ἡμίμεστος
ἡμίμηδος
ἡμιμηνιαῖος
ἡμίμιτρον
ἡμιμναῖον
ἡμιμόδιον
ἡμιμοιριαῖος
ἡμιμοίριον
ἡμιμόχθηρος
ἡμίνα
ἡμίναυλον
View word page
ἡμίμεστος
half-full
ShortDef
half-full
Debugging
Headword:
ἡμίμεστος
Headword (normalized):
ἡμίμεστος
Headword (normalized/stripped):
ημιμεστος
IDX:
39926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39927
Key:
Data
{'content': 'half-full'}