Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιλοχία
ἡμιλοχίτης
ἡμιμαθής
ἡμιμανής
ἡμιμάραντος
ἡμιμάσητος
ἡμιμέγιστον
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμεθής
ἡμιμείλιον
ἡμιμέριστος
ἡμίμεστος
ἡμίμηδος
ἡμιμηνιαῖος
ἡμίμιτρον
ἡμιμναῖον
ἡμιμόδιον
ἡμιμοιριαῖος
ἡμιμοίριον
ἡμιμόχθηρος
ἡμίνα
View word page
ἡμιμέριστος
divided in half

ShortDef

divided in half

Debugging

Headword:
ἡμιμέριστος
Headword (normalized):
ἡμιμέριστος
Headword (normalized/stripped):
ημιμεριστος
IDX:
39925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39926
Key:

Data

{'content': 'divided in half'}