Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμιλίτριον
ἡμίλιτρον
ἡμίλουτος
ἡμιλοχία
ἡμιλοχίτης
ἡμιμαθής
ἡμιμανής
ἡμιμάραντος
ἡμιμάσητος
ἡμιμέγιστον
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμεθής
ἡμιμείλιον
ἡμιμέριστος
ἡμίμεστος
ἡμίμηδος
ἡμιμηνιαῖος
ἡμίμιτρον
ἡμιμναῖον
ἡμιμόδιον
ἡμιμοιριαῖος
View word page
ἡμιμέδιμνον
a half-
ShortDef
a half-
Debugging
Headword:
ἡμιμέδιμνον
Headword (normalized):
ἡμιμέδιμνον
Headword (normalized/stripped):
ημιμεδιμνον
IDX:
39922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39923
Key:
Data
{'content': 'a half-'}