Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμίλεπτος
ἡμίλευκος
ἡμιλιτριαῖος
ἡμιλίτριον
ἡμίλιτρον
ἡμίλουτος
ἡμιλοχία
ἡμιλοχίτης
ἡμιμαθής
ἡμιμανής
ἡμιμάραντος
ἡμιμάσητος
ἡμιμέγιστον
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμεθής
ἡμιμείλιον
ἡμιμέριστος
ἡμίμεστος
ἡμίμηδος
ἡμιμηνιαῖος
ἡμίμιτρον
View word page
ἡμιμάραντος
half-withered

ShortDef

half-withered

Debugging

Headword:
ἡμιμάραντος
Headword (normalized):
ἡμιμάραντος
Headword (normalized/stripped):
ημιμαραντος
IDX:
39919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39920
Key:

Data

{'content': 'half-withered'}