Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμίλαμπρος
ἡμιλάσταυρος
ἡμιλέπιστος
ἡμίλεπτος
ἡμίλευκος
ἡμιλιτριαῖος
ἡμιλίτριον
ἡμίλιτρον
ἡμίλουτος
ἡμιλοχία
ἡμιλοχίτης
ἡμιμαθής
ἡμιμανής
ἡμιμάραντος
ἡμιμάσητος
ἡμιμέγιστον
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμεθής
ἡμιμείλιον
ἡμιμέριστος
ἡμίμεστος
View word page
ἡμιλοχίτης
leader of a ἡμιλοχία

ShortDef

leader of a ἡμιλοχία

Debugging

Headword:
ἡμιλοχίτης
Headword (normalized):
ἡμιλοχίτης
Headword (normalized/stripped):
ημιλοχιτης
IDX:
39916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39917
Key:

Data

{'content': 'leader of a ἡμιλοχία'}