Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμικυκλιώδης
ἡμίκυκλον
ἡμικύλινδρος
ἡμίκυνες
ἡμίκυπρον
ἡμικώνιον
ἡμίκῳον
ἡμίλαγος
ἡμίλαμπρος
ἡμιλάσταυρος
ἡμιλέπιστος
ἡμίλεπτος
ἡμίλευκος
ἡμιλιτριαῖος
ἡμιλίτριον
ἡμίλιτρον
ἡμίλουτος
ἡμιλοχία
ἡμιλοχίτης
ἡμιμαθής
ἡμιμανής
View word page
ἡμιλέπιστος
half-peeled
ShortDef
half-peeled
Debugging
Headword:
ἡμιλέπιστος
Headword (normalized):
ἡμιλέπιστος
Headword (normalized/stripped):
ημιλεπιστος
IDX:
39908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39909
Key:
Data
{'content': 'half-peeled'}