Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμίκραιρα
ἡμικρανία
ἡμικρανικός
ἡμικύαθος
ἡμικύκλιον
ἡμικύκλιος
ἡμικυκλιώδης
ἡμίκυκλον
ἡμικύλινδρος
ἡμίκυνες
ἡμίκυπρον
ἡμικώνιον
ἡμίκῳον
ἡμίλαγος
ἡμίλαμπρος
ἡμιλάσταυρος
ἡμιλέπιστος
ἡμίλεπτος
ἡμίλευκος
ἡμιλιτριαῖος
ἡμιλίτριον
View word page
ἡμίκυπρον
a measure
ShortDef
a measure
Debugging
Headword:
ἡμίκυπρον
Headword (normalized):
ἡμίκυπρον
Headword (normalized/stripped):
ημικυπρον
IDX:
39902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39903
Key:
Data
{'content': 'a measure'}