Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγένειος
ἀγενής
ἀγενησία
ἀγένητος
ἀγέννεια
ἀγεννής
ἀγεννησία
ἀγέννητος
ἀγεννίζω
ἁγέομαι
ἀγέραστος
ἀγερμός
ἀγερσικύβηλις
ἄγερσις
ἀγέρτης
ἀγερωχία
ἀγέρωχος
Ἀγεσίλαος
Ἀγεσίλας
ἀγέστρατος
ἀγευστία
View word page
ἀγέραστος
without a gift of honour, unrecompensed, unrewarded

ShortDef

without a gift of honour, unrecompensed, unrewarded

Debugging

Headword:
ἀγέραστος
Headword (normalized):
ἀγέραστος
Headword (normalized/stripped):
αγεραστος
IDX:
398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-399
Key:

Data

{'content': 'without a gift of honour, unrecompensed, unrewarded'}