Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμικόριον
ἡμικόσμιον
ἡμικοτύλη
ἡμικοτυλίειος
ἡμικοτύλιον
ἡμίκουρος
ἡμικραής
ἡμίκραιρα
ἡμικρανία
ἡμικρανικός
ἡμικύαθος
ἡμικύκλιον
ἡμικύκλιος
ἡμικυκλιώδης
ἡμίκυκλον
ἡμικύλινδρος
ἡμίκυνες
ἡμίκυπρον
ἡμικώνιον
ἡμίκῳον
ἡμίλαγος
View word page
ἡμικύαθος
half a ladle (κύαθος)

ShortDef

half a ladle (κύαθος)

Debugging

Headword:
ἡμικύαθος
Headword (normalized):
ἡμικύαθος
Headword (normalized/stripped):
ημικυαθος
IDX:
39895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39896
Key:

Data

{'content': 'half a ladle (κύαθος)'}