Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμίκοπος
ἡμικόριον
ἡμικόσμιον
ἡμικοτύλη
ἡμικοτυλίειος
ἡμικοτύλιον
ἡμίκουρος
ἡμικραής
ἡμίκραιρα
ἡμικρανία
ἡμικρανικός
ἡμικύαθος
ἡμικύκλιον
ἡμικύκλιος
ἡμικυκλιώδης
ἡμίκυκλον
ἡμικύλινδρος
ἡμίκυνες
ἡμίκυπρον
ἡμικώνιον
ἡμίκῳον
View word page
ἡμικρανικός
of or like ἡμικρανία, pain on one side of the head
ShortDef
of or like ἡμικρανία, pain on one side of the head
Debugging
Headword:
ἡμικρανικός
Headword (normalized):
ἡμικρανικός
Headword (normalized/stripped):
ημικρανικος
IDX:
39894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39895
Key:
Data
{'content': 'of or like ἡμικρανία, pain on one side of the head'}