Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμικλίβανος
ἡμίκλινον
ἡμικόγγιον
ἡμίκοπος
ἡμικόριον
ἡμικόσμιον
ἡμικοτύλη
ἡμικοτυλίειος
ἡμικοτύλιον
ἡμίκουρος
ἡμικραής
ἡμίκραιρα
ἡμικρανία
ἡμικρανικός
ἡμικύαθος
ἡμικύκλιον
ἡμικύκλιος
ἡμικυκλιώδης
ἡμίκυκλον
ἡμικύλινδρος
ἡμίκυνες
View word page
ἡμικραής
half a Cretan

ShortDef

half a Cretan

Debugging

Headword:
ἡμικραής
Headword (normalized):
ἡμικραής
Headword (normalized/stripped):
ημικραης
IDX:
39891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39892
Key:

Data

{'content': 'half a Cretan'}