Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμικλήριον
ἡμικλίβανος
ἡμίκλινον
ἡμικόγγιον
ἡμίκοπος
ἡμικόριον
ἡμικόσμιον
ἡμικοτύλη
ἡμικοτυλίειος
ἡμικοτύλιον
ἡμίκουρος
ἡμικραής
ἡμίκραιρα
ἡμικρανία
ἡμικρανικός
ἡμικύαθος
ἡμικύκλιον
ἡμικύκλιος
ἡμικυκλιώδης
ἡμίκυκλον
ἡμικύλινδρος
View word page
ἡμίκουρος
half-sheared
ShortDef
half-sheared
Debugging
Headword:
ἡμίκουρος
Headword (normalized):
ἡμίκουρος
Headword (normalized/stripped):
ημικουρος
IDX:
39890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39891
Key:
Data
{'content': 'half-sheared'}