Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμικλάδευτος
ἡμίκλαστος
ἡμίκλειστος
ἡμικλήριον
ἡμικλίβανος
ἡμίκλινον
ἡμικόγγιον
ἡμίκοπος
ἡμικόριον
ἡμικόσμιον
ἡμικοτύλη
ἡμικοτυλίειος
ἡμικοτύλιον
ἡμίκουρος
ἡμικραής
ἡμίκραιρα
ἡμικρανία
ἡμικρανικός
ἡμικύαθος
ἡμικύκλιον
ἡμικύκλιος
View word page
ἡμικοτύλη
half a κοτύλη
ShortDef
half a κοτύλη
Debugging
Headword:
ἡμικοτύλη
Headword (normalized):
ἡμικοτύλη
Headword (normalized/stripped):
ημικοτυλη
IDX:
39887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39888
Key:
Data
{'content': 'half a κοτύλη'}