Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμικεραύνιος
ἡμικεφάλιον
ἡμικίριον
ἡμικλάδευτος
ἡμίκλαστος
ἡμίκλειστος
ἡμικλήριον
ἡμικλίβανος
ἡμίκλινον
ἡμικόγγιον
ἡμίκοπος
ἡμικόριον
ἡμικόσμιον
ἡμικοτύλη
ἡμικοτυλίειος
ἡμικοτύλιον
ἡμίκουρος
ἡμικραής
ἡμίκραιρα
ἡμικρανία
ἡμικρανικός
View word page
ἡμίκοπος
half-mangled

ShortDef

half-mangled

Debugging

Headword:
ἡμίκοπος
Headword (normalized):
ἡμίκοπος
Headword (normalized/stripped):
ημικοπος
IDX:
39884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39885
Key:

Data

{'content': 'half-mangled'}