Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιθαλής
ἡμιθανής
ἡμιθέα
ἡμιθέαινα
ἡμίθεος
ἡμίθηλυς
ἡμίθηρ
ἡμιθῆτα
ἡμιθνής
ἡμίθνητος
ἡμίθραυστος
ἡμιθωράκιον
ἡμιϊουδαῖος
ἡμικάδιον
ἡμίκακος
ἡμικαλάθιον
ἡμίκαυστος
ἡμίκενος
ἡμίκεντρος
ἡμικεραμία
ἡμικεραύνιος
View word page
ἡμίθραυστος
half-broken

ShortDef

half-broken

Debugging

Headword:
ἡμίθραυστος
Headword (normalized):
ἡμίθραυστος
Headword (normalized/stripped):
ημιθραυστος
IDX:
39864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39865
Key:

Data

{'content': 'half-broken'}