Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμίεργος
ἡμιέτης
ἡμίεφθος
ἡμιζύγιος
ἡμίζως
ἡμιθαλής
ἡμιθανής
ἡμιθέα
ἡμιθέαινα
ἡμίθεος
ἡμίθηλυς
ἡμίθηρ
ἡμιθῆτα
ἡμιθνής
ἡμίθνητος
ἡμίθραυστος
ἡμιθωράκιον
ἡμιϊουδαῖος
ἡμικάδιον
ἡμίκακος
ἡμικαλάθιον
View word page
ἡμίθηλυς
half-woman
ShortDef
half-woman
Debugging
Headword:
ἡμίθηλυς
Headword (normalized):
ἡμίθηλυς
Headword (normalized/stripped):
ημιθηλυς
IDX:
39859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39860
Key:
Data
{'content': 'half-woman'}