Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιεργής
ἡμίεργος
ἡμιέτης
ἡμίεφθος
ἡμιζύγιος
ἡμίζως
ἡμιθαλής
ἡμιθανής
ἡμιθέα
ἡμιθέαινα
ἡμίθεος
ἡμίθηλυς
ἡμίθηρ
ἡμιθῆτα
ἡμιθνής
ἡμίθνητος
ἡμίθραυστος
ἡμιθωράκιον
ἡμιϊουδαῖος
ἡμικάδιον
ἡμίκακος
View word page
ἡμίθεος
a half-god, demigod

ShortDef

a half-god, demigod

Debugging

Headword:
ἡμίθεος
Headword (normalized):
ἡμίθεος
Headword (normalized/stripped):
ημιθεος
IDX:
39858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39859
Key:

Data

{'content': 'a half-god, demigod'}