Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμίδουλος
ἡμίδραχμον
ἡμίειλος
ἡμιέκτεων
ἡμίεκτον
ἡμιεκφανής
ἡμιέλλην
ἡμιεπές
ἡμιέργαστος
ἡμιεργής
ἡμίεργος
ἡμιέτης
ἡμίεφθος
ἡμιζύγιος
ἡμίζως
ἡμιθαλής
ἡμιθανής
ἡμιθέα
ἡμιθέαινα
ἡμίθεος
ἡμίθηλυς
View word page
ἡμίεργος
half-completed

ShortDef

half-completed

Debugging

Headword:
ἡμίεργος
Headword (normalized):
ἡμίεργος
Headword (normalized/stripped):
ημιεργος
IDX:
39849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39850
Key:

Data

{'content': 'half-completed'}